αἰτιάσεις

αἰτιάσεις
αἰτίασις
complaint
fem nom/voc pl (attic epic)
αἰτίασις
complaint
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναφορά — Προφορική ή γραπτή έκθεση από κατώτερο σε ανώτερο· γραπτή έκθεση από ιδιώτη σε δημόσια αρχή· καθημερινή ανακοίνωση στον διοικητή μιας στρατιωτικής μονάδας για κάθε πράγμα που αφορά την υπηρεσία ή τους αξιωματικούς και τους οπλίτες (α. λόχου,… …   Dictionary of Greek

  • νευρασθένεια — Παθολογική κατάσταση που κυριαρχείται από υποκειμενική συμπτωματολογία που συνίσταται σε διάχυτο αίσθημα κακοδιαθεσίας, μυϊκή αδυναμία, κεφαλαλγία, μεγάλη δυσχέρεια εργασίας, ανικανότητα συγκέντρωσης κ.ά. Η κοινή άποψη ότι η εργασία (ιδίως η… …   Dictionary of Greek

  • αιτίαση — η κατηγορία, μομφή: Οι αιτιάσεις του εναντίον μου είναι αστήριχτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”